- ενοχικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή2. φρ. «ενοχικό δίκαιο» — το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν θέματα ενοχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενοχικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή: Ενοχικό δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)